Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
abroad /əˈbrɔːd/ = ADVERB: στο εξωτερικό, απέξω, μακράν, έξω από το σπίτι, εκτενώς, ευρεώς, σε πλάνη, σε ταξίδι, στο ύπαιθρο, στην αλλοδάπη; NOUN: εξωτερικό; USER: στο εξωτερικό, εξωτερικό, εξωτερικού, το εξωτερικό, αλλοδαπή

GT GD C H L M O
access /ˈæk.ses/ = NOUN: πρόσβαση, είσοδος, προσέγγιση, προσχώρηση, φθάσιμο; USER: πρόσβαση, μεταβείτε, πρόσβαση σε, πρόσβασης, έχουν πρόσβαση

GT GD C H L M O
account /əˈkaʊnt/ = NOUN: λογαριασμός, απολογισμός, έκθεση; VERB: λογαριάζω, δίδω λογαριασμόν; USER: λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω

GT GD C H L M O
ah /ɑː/ = USER: αχ, ah

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
anywhere /ˈen.i.weər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, πουθενά, όλο, σε όλο, οποιοδήποτε

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
aside /əˈsaɪd/ = ADVERB: κατά μέρος, χώρια; USER: κατά μέρος, καλλιέργειας, μέρος, άκρη, αναιρέσει

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
bank /bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη; ADJECTIVE: τραπεζικός; VERB: αναχώνω; USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
bye /baɪ/ = USER: bye, αντίο, γεια, γεια σου

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
card /kɑːd/ = NOUN: κάρτα, καρτέλα, καρτέλλα, τραπουλόχαρτο, δελτάριο, παιγνιόχαρτο; VERB: λαναρίζω, λαναρίζω μαλλιά, ξαίνω; USER: κάρτα, κάρτας, καρτών, κάρτες, της κάρτας

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
chat /tʃæt/ = NOUN: κουβέντα, φιλική συζήτηση, ομιλία; VERB: συζητώ, κουβεντιάζω; USER: κουβέντα, συνομιλήσετε, συνομιλία, συνομιλίας, κάνει chat, κάνει chat

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
commissions /kəˈmɪʃ.ən/ = NOUN: προμήθεια, επιτροπή, διάπραξη, αξίωμα, διορισμός, εξοπλισμός; USER: προμήθειες, προμηθειών, επιτροπές, τις προμήθειες, επιτροπών

GT GD C H L M O
considered /kənˈsɪd.əd/ = VERB: θεωρώ, εξετάζω, σκέπτομαι, μελετώ, λαμβάνω υπ' όψιν; USER: θεωρούνται, θεωρείται, θεωρηθούν, θεωρείται ότι, εξέτασε

GT GD C H L M O
cool /kuːl/ = ADJECTIVE: δροσερός, ψυχρός, ψύχραιμος, απαθής, ατάραχος; VERB: δροσίζω, κρυώνω, ψύχω; USER: δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, κρυώσει

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
course /kɔːs/ = NOUN: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, πέρασμα, δρόμος, φαγητό; VERB: τρέχω, κυνηγώ; USER: πορεία, σειρά μαθημάτων, διαδρομή, φυσικά, διάρκεια

GT GD C H L M O
deposit /dɪˈpɒz.ɪt/ = NOUN: κατάθεση, προκαταβολή, καταβολή, κοίτασμα, ίζημα, κατάθεση χρημάτων, παράβολο, εναπόθεμα, καπάρο; VERB: καταθέτω, δίνω εγγύηση, προκαταβάλλω; USER: κατάθεση, προκαταβολή, Χρηματοκιβώτιο, καταθέσεων, κατάθεσης

GT GD C H L M O
deposits /dɪˈpɒz.ɪt/ = NOUN: κατάθεση, προκαταβολή, καταβολή, κοίτασμα, ίζημα, κατάθεση χρημάτων, παράβολο, εναπόθεμα, καπάρο; USER: καταθέσεις, καταθέσεων, οι καταθέσεις, τις καταθέσεις, κοιτάσματα

GT GD C H L M O
details /ˈdiː.teɪl/ = NOUN: καθέκαστα, μικροπράματα; USER: λεπτομέρειες, στοιχεία, στοιχείων, πληροφορίες, στοιχείων της, στοιχείων της

GT GD C H L M O
diaspora /daɪˈæs.pər.ə/ = NOUN: διασπορά; USER: διασπορά, διασποράς, της διασποράς, ομογένειας

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
directly /daɪˈrekt.li/ = ADVERB: κατευθείαν; USER: κατευθείαν, άμεσα, απευθείας, άμεση, ευθείας, ευθείας

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
duration /djʊəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διάρκεια; USER: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
euro /ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ; USER: ευρώ, του ευρώ, euro, σε ευρώ

GT GD C H L M O
euros /ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ; USER: ευρώ, ευρώ Περιοχή

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
example /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παράδειγμα, π.χ., παραδείγματι, παραδείγματος, παραδείγματος

GT GD C H L M O
exchange /ɪksˈtʃeɪndʒ/ = NOUN: ανταλλαγή, συνάλλαγμα, επικαταλλαγή, χρηματηστήριο; VERB: ανταλλάσσω; USER: ανταλλαγή, ανταλλαγής, συναλλάγματος, την ανταλλαγή, ανταλλαγών

GT GD C H L M O
explained /ɪkˈspleɪn/ = VERB: εξηγώ, διερμηνεύω; USER: εξήγησε, εξηγείται, εξηγηθεί, εξηγούνται, εξηγεί

GT GD C H L M O
far /fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά; ADJECTIVE: μακρινός; USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο

GT GD C H L M O
filled /-fɪld/ = VERB: γεμίζω, συμπληρώ, πληρώ; USER: γεμίζουν, γεμάτο, πληρωθεί, συμπληρωθεί, γεμάτη

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
form /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: μορφή, φόρμα, έντυπο, μορφής, υπό μορφή

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
home /həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος; USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού

GT GD C H L M O
honestly /ˈɒn.ɪst.li/ = ADVERB: τίμια, εντιμώς, τιμιώς; USER: τίμια, ειλικρινά, ειλικρίνεια, με ειλικρίνεια, ειλικρινά να

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
interest /ˈɪn.trəst/ = NOUN: τόκος, συμφέρο, ενδιαφέρο; VERB: ενδιαφέρω; USER: τόκος, ενδιαφέροντος, ενδιαφέρον, συμφέρον, συμφέροντος

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
kiss /kɪs/ = NOUN: φιλί, φίλημα; VERB: φιλώ, ασπάζομαι; USER: φιλί, φιλήσει, ενα φιλι, φιλι, φιλήσω

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
lady /ˈleɪ.di/ = NOUN: κυρία, ντάμα; USER: κυρία, Lady, Παναγίας, κοπέλα, Παναγία

GT GD C H L M O
libra /ˈliː.brə/ = NOUN: ζυγός; USER: Ζυγός, Libra, Ζυγος, Ζυγό, Ζυγού

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
managed /ˈmæn.ɪdʒ/ = VERB: διαχειρίζομαι, καταφέρνω, διευθύνω, χειρίζομαι, κατορθώνω, ελέγχω, προΐσταμαι; USER: Διαχείριση, διαχειρίζεται, Διαχείριση δικαιωμάτων, κατάφερε, δικαιωμάτων

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
minutes /ˈmɪn.ɪt/ = NOUN: πρακτικά; USER: πρακτικά, λεπτά, λεπτών, λεπτά με, λεπτά με τα, λεπτά με τα

GT GD C H L M O
mom /mɒm/ = USER: μαμά, mom, Η μαμά, τη μαμά, μητέρα

GT GD C H L M O
money /ˈmʌn.i/ = NOUN: χρήματα, χρήμα, λεφτά, παραδάκι, παράς; USER: χρήματα, χρήμα, λεφτά, χρημάτων, τα χρήματα, τα χρήματα

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
myself /maɪˈself/ = PRONOUN: εγώ ο ίδιος; USER: εγώ ο ίδιος, εαυτό μου, τον εαυτό μου, ίδιος, ο ίδιος

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
nice /naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος; NOUN: νίκαια, ακριβολόγος; USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
nothing /ˈnʌθ.ɪŋ/ = PRONOUN: τίποτα, τίποτε; USER: τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία, καμία

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
opportunity /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
ours /aʊəz/ = PRONOUN: δικός μας, ιδικός μας; USER: δικός μας, μας, δική μας, δικό μας, δικές μας

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
papers /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτιά; USER: χαρτιά, έγγραφα, εγγράφων, εργασίες, τα έγγραφα

GT GD C H L M O
password /ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης; USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός

GT GD C H L M O
phone /fəʊn/ = NOUN: τηλέφωνο; VERB: τηλεφωνώ; USER: τηλέφωνο, τηλεφώνου, τηλέφωνό, κινητό, τηλεφωνίας, τηλεφωνίας

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
quick /kwɪk/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, γοργός, ζωηρός; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορο, γρήγορη, τον γρήγορο, τον γρήγορο

GT GD C H L M O
rate /reɪt/ = NOUN: τιμή, κόστος, αναλογία, βαθμός, αξία, τάξη; VERB: διατιμώ, εκτιμώ, επιπλήττω; USER: τιμή, βαθμός, αναλογία, κόστος, ποσοστό

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
remember /rɪˈmem.bər/ = VERB: θυμάμαι, ενθυμούμαι; USER: θυμάμαι, θυμάστε, θυμηθείτε, θυμόμαστε, να θυμάστε, να θυμάστε

GT GD C H L M O
roads /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμους, δρόμοι, δρόμων, οι δρόμοι, οδών

GT GD C H L M O
romanians /rʊˈmeɪ.ni.ən/ = NOUN: Ρουμανός; USER: Ρουμάνοι, Οι Ρουμάνοι, Ρουμάνους, Ρουμάνων, τους Ρουμάνους"

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
send /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
something /ˈsʌm.θɪŋ/ = PRONOUN: κάτι; USER: κάτι, κάτι που, κάτι το, κάτι για, κάτι για

GT GD C H L M O
spoke /spəʊk/ = NOUN: ακτίνα, ακτίς τροχού, βαθμίδα κλίμακος, αχτίνα; USER: μίλησε, Παρεμβαίνει, Παρεμβαίνουν, μίλησαν, Παρεμβαίνουν οι

GT GD C H L M O
subtitles /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλοι, υπότιτλους, subtitles, υποτίτλων, υπότιτλου

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
thought /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
told /təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους

GT GD C H L M O
transfer /trænsˈfɜːr/ = NOUN: μεταβίβαση, μεταφορά, μετάθεση, έμβασμα, μετεπιβίβαση, ανταπόκριση, εισιτήριο αλλαγής λεωφορείου; VERB: μεταφέρω, μεταβιβάζω, μεταθέτω, μετακινώ; USER: μεταφορά, μεταβίβαση, μεταφέρω, μεταφέρετε, μεταφέρει

GT GD C H L M O
translate /trænsˈleɪt/ = VERB: μεταφράζω, μεταγλωττίζω; USER: μεταφράζω, μεταφράσουμε, μεταφράσουμε το, μεταφράζουν, να μεταφράσουμε, να μεταφράσουμε

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
yeah /jeə/ = USER: ναι, yeah

GT GD C H L M O
yes /jes/ = INTERJECTION: Ναί!; USER: ναί, ναι, yes, Αναφορά, Αναφορά

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
young /jʌŋ/ = ADJECTIVE: νέος, νεαρός; NOUN: νιάτα, νεογνό ζώου; USER: νέος, νεαρός, μικρά, νεαρή, νέων, νέων

GT GD C H L M O
zero /ˈzɪə.rəʊ/ = USER: zero-, zero, μηδέν, μηδενικό; USER: μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού

138 words